Κυριακή 31 Μαΐου 2015
Επιτάφιος.
Θεσσαλονίκη. Μάης 1936.
Μια μάνα, πεσμένη στα γόνατα καταμεσής του δρόμου, μοιρολογεί το σκοτωμένο της παιδί. Έχει χτυπηθεί από πυρά χωροφυλάκων. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών.
Η φωτογραφία αυτής της μάνας που θρηνεί τον νεκρό γιο της συγκλονίζει τον Γιάννη Ρίτσο και αποτελεί την πηγή έμπνευσής του για το μεγαλόπνοο έργο του «Επιτάφιος».
«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.
Τί έκανες, γιέ μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου ’δωκαν μαχαίρι, τον ίδρωτά σου ζήτησες και σου ’κοψαν το χέρι.
Ω, γιέ μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω, και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.»
Μια μάνα, πεσμένη στα γόνατα καταμεσής του δρόμου, μοιρολογεί το σκοτωμένο της παιδί. Έχει χτυπηθεί από πυρά χωροφυλάκων. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών.
Η φωτογραφία αυτής της μάνας που θρηνεί τον νεκρό γιο της συγκλονίζει τον Γιάννη Ρίτσο και αποτελεί την πηγή έμπνευσής του για το μεγαλόπνοο έργο του «Επιτάφιος».
«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.
Τί έκανες, γιέ μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου ’δωκαν μαχαίρι, τον ίδρωτά σου ζήτησες και σου ’κοψαν το χέρι.
Ω, γιέ μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω, και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)